Blog Post

News > Etcétera > Poemas de Márcia Batista Ramos traducidos al griego por la poeta Xanthi Hondrou-Hill

Poemas de Márcia Batista Ramos traducidos al griego por la poeta Xanthi Hondrou-Hill

Τίποτα

Καθρέφτης και μνήμη

Όλα παραλύουν.

Λόγος και σιωπή

Νυχτερινό καταφύγιο.

Ψευδαίσθηση και μυστήριο

Βουβές υπάρξεις.

Κρύσταλλο και ξυράφι

Εξίσου θανάσιμα.

Nada

Espejo y memoria

Todo paralizado.

Discurso y silencio

Refugio nocturno.

Ilusión y misterio

Seres aficionados.

Cristal y navaja

muerte igual.

Επιζών

Όλοι πέθαναν

πριν γεννηθώ εγώ:

Η γιαγιά Αντουανέτα

H γιαγιά Νεγρίτα

Ο παππούς Καισαρίων

Η γιαγιά Λεοντίνα

Ο παππούς Ιγνάτιος

Οι θείες

Οι συγγενείς

Σήμερα είμαι ζωντανή

Ολοκληρωμένη εξ αιτίας των νεκρών!

SOBREVIVIENTE

Todos murieron

antes que yo naciera:

La abuela Antonieta

La abuelita Negrita

El abuelo Cesáreo

La abuela Leontina

El abuelo Ignacio

Las tías

Los primos

Hoy estoy viva

¡Llena de muertos!

Τέλος των θεογονιών

Ο κόσμος φαινόταν μεγάλος

Πόλεμοι διεξήχθησαν

Θάνατοι και θάνατοι

Μεταναστεύσεις

Ξύπνησαν ψευδαισθήσεις

Σπάνιες θεογονίες

Στεκόμαστε

Στη μέση του κόσμου

Ο κόσμος έγινε ένα

Γέφυρες

Συνεχείς προσεγγίσεις

Διεξήγαγαν έναν άλλο πόλεμο

Θάνατοι και θάνατοι

Ομοιώματα και απογοητεύσεις

Χωρίς θεογονίες

Στεκόμαστε όρθιοι

στη μέση του κόσμου

Πόλεμοι

Παράξενη ζωή

Συνεχείς απογοητεύσεις

Ο Θεός είναι Θεός!

Είθε να φυλάξει τα παιδιά μας!

Κανείς δεν μπορεί να μας σώσει πια

Τέλος των θεογονιών

FIN DE LAS TEOGONIAS

El mundo parecía grande

Hicieron las guerras

Muertes y muertos

Migraciones

Ilusiones despabiladas.

Teogonías raras

Nosotros parados

Al medio del mundo

El mundo se hizo uno

Puentes

Acercamientos constantes

Hicieron otra guerra

Muertos y muertes.

Espejismos y frustraciones

Sin teogonías

Nosotros parados

al medio del mundo

Guerras

Vida rara.

Frustraciones constantes

¡Dios es Dios!

¡Que guarde a nuestros hijos!

A nosotros ya nadie podrá salvarnos

Fin de las teogonías.

Τα ποιήματα της Alejandra

(Στη μνήμη της Alejandra Pizarnik)

Ο χρόνος συσσωρεύτηκε από μια θλιβερή παιδική ηλικία

σε ό,τι είχε απομείνει από τις μέρες.

Τα χιλιάδες μικρά κομμάτια που γέμιζαν τις μέρες και τις νύχτες της,

είχαν όνομα και επώνυμο,

ονομάζονταν θλίψη και φόβος.

Mπορούσε και τα αντίκριζε πρόσωπο με πρόσωπο

στο δωμάτιο όταν ήταν μόνη της.

Έσταζαν από το ταβάνι στους τοίχους

και όλοι ήρθαν προς το μέρος της σαν πειθαρχημένα μυρμήγκια.

(Ακόμη και ο αργός ρυθμός τους ήταν αξιαγάπητος).

Όταν την έφτασαν, έκαναν το μικρό της σώμα να τρέμει,

τσαλάκωσε τότε τα κοντά μαλλιά της και άνοιξε τα παραισθητικά της μάτια πιο πλατιά.

Έψαχνε τρόπο να ξεφύγει….

Και μισοπαράλυτη, και νιώθοντας ότι δεν μπορούσε πλέον να το κάνει,

και γιατί γνώριζε ότι ο πόνος απορροφούσε ό,τι είχε απομείνει από τη λογική της:

έγραψε ένα ποίημα.

Ίσως για να σώσει τον εαυτό της.

Los poemas de Alejandra

 (En memoria de Alejandra Pizarnik)

El tiempo se acumuló desde la infancia triste hasta lo que quedaba de los días.

Los miles de pedacitos que poblaban sus días y noches,

Tenían nombre y apellido,

Se llamaban tristeza y miedo.

Pudo verlos frente a frente en la habitación cuando estaba sola.

Escurrieron del techo por las paredes

Y fueron todos hacia ella como hormigas disciplinadas.

(Hasta fue enternecedor su paso lento).

Cuando le alcanzaban, hacían temblar su pequeño cuerpo,

Erizaba su pelo corto y abría más sus ojos alucinados.

Entonces ella buscaba la forma de escapar…

Y medio paralizada, sintiendo que ya no podía más;

Y consciente de que el dolor consumía lo que le restaba de cordura: ella escribía un poema.

Tal vez, para salvarse.

Χωρίς Φτερά

Έφτασε χωρίς φτερά (για να μην αναγνωριστεί).

Καθίσαμε στο ίδιο τραπέζι.

Μιλήσαμε για τα πάντα και για το τίποτα.

Μετά έβρεξε. Ανάψαμε τη φωτιά για να ζεστάνουμε τη νύχτα.

Χωρίς κλειδί για να ανοίξουμε την πόρτα (της αγάπης) είπαμε καληνύχτα.

Ξαπλώσαμε σε άλλα κρεβάτια.

Δίπλα σε άλλα σώματα.

Με τα μάτια μας καρφωμένα στο σκοτάδι.

Τα κεφάλια μας σε άλλα μαξιλάρια.

Ονειρευόμαστε το ίδιο όνειρο.

Sin Alas

Llegó sin alas (para no ser reconocido).

Nos sentamos a la misma mesa.

Hablamos de todo y de nada.

Después llovió. Encendimos el fuego para calentar la noche.

Sin llave para abrir la puerta (de los afectos) dijimos buenas noches.

Nos acostamos en otras camas.

A lado de otros cuerpos.

Con los ojos clavados en la oscuridad.

Las cabezas en otras almohadas.

 Soñando el mismo sueño.

error

Te gusta lo que ves?, suscribete a nuestras redes para mantenerte siempre informado

YouTube
Instagram
WhatsApp
Verificado por MonsterInsights